- ἀτρακίδα
- ἀτρακίςspinous plantfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατρακίδα — η (Α ἀτρακίς) ονομασία ακανθώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτρακτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος κτ , πιθ. ανομοιωτική (πρβλ. άρκος < άρκτος)] … Dictionary of Greek
άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek